vaisselier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vaisselier | vaisseliers |
vaisselier (fr) αρσενικό
- η πιατοθήκη, έπιπλο που έχει στο πάνω μέρος του ράφια όπου εκτίθενται τα πιάτα και τα μαχαιροπήρουνα