vaisselle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vɛ.sɛl/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vaisselle vaisselles

vaisselle (fr) θηλυκό

  1. τα πιατικά
  2. τα πιατικά που πρόκειται να πλυθούν
  3. το πλύσιμο των πιατικών