valable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
valable valables

valable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. άξιος
  2. έγκυρος
  3. βάσιμος, αξιόπιστος

Συγγενικά

[επεξεργασία]