valve

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

valve (en)

  1. η βαλβίδα
  2. η βάνα
  3. (ηλεκτρονική) (ΗΒ) η λυχνία κενού
     συνώνυμα: (ΗΠΑ) tube
    → δείτε τον όρο vacuum tube



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
valve valves

valve (fr) θηλυκό