vasiyet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vɑ.siˈjɛt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vasiyet (tr)

  1. η διαθήκη
    Vasiyetimi bitirdim.
    Τελείωσα την διαθήκη μου.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]