vat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: VAT

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vat (en)

  1. δεξαμενή για υγρά, ιδιαίτερα σε σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις
  2. plastic vat: μεγάλο πλαστικό δοχείο με καπάκι, πλαστικό βαρέλι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vat (vo)