vedette

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vedette vedettes

vedette (fr) θηλυκό

  1. η βεντέτα
  2. (ναυτικός όρος) ταχύπλοο σκάφος