veille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
veille veilles

veille (fr) θηλυκό

  1. η παραμονή (μιας μέρας)
  2. η φροντίδα, η επίβλεψη
  3. η αγρυπνία