veineux

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό veineux veineux
θηλυκό veineuse veineuses

Επίθετο

[επεξεργασία]

veineux (fr)

  1. (ανατομία) φλεβικός
  2. όπου υπάρχουν πολλές φλέβες
  3. σχετικά με ξύλο ή μάρμαρο, που έχει σχέδια που θυμίζουν φλέβες