veld

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vɛlt/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
veld velds

veld (fr) αρσενικό

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

veld (nl)