vendetta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
vendetta vendettas

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vendetta < (άμεσο δάνειο) ιταλική vendetta < λατινική vindicta < vindico < vindex < vim + dico

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vendetta (fr) θηλυκό