veneer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

veneer (en)

  1. καπλαμάς
  2. dental veneers, porcelain veneers, dental porcelain: οδοντικές θήκες, μειωτικά: πλακάκια
  3. (μεταφορικά) επίφαση