ventail

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ventail < ventaille < venter

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vɑ̃.taj/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
ventail ventaux

ventail (fr) αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]