verb

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
verb verbs

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

verb (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

verb (et)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

verb (ca)



πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική-αιτιατική verb verbe
έναρθρο verbul verbele
δοτική-αιτιατική verbului verbelor
κλητική verbule verbelor

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

verb (ro) ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

verb (sv) ουδέτερο