verré
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- verré < verre
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | verré | verrés |
θηλυκό | verrée | verrées |
verré (fr)
- καλυμμένος από σκόνη γυαλιού
- (τεχνολογία) γυάλινος (εξ ολοκλήρου ή εν μέρει)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη verre