vert

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

vert (en)

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίθετο[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
vert verts

vert (fr) αρσενικό

  1. πράσινος
  2. άγουρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
vert verts

vert (fr) αρσενικό