vestiaire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vestiaire vestiaires

vestiaire (fr) αρσενικό

  1. η γκαρνταρόμπα (σε μουσείο, κλπ)
  2. το αποδυτήριο