vettura

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vettura vetture

vettura (it)

  1. όχημα, ένα αυτοκίνητο, ένα βαγόνι τρένου
  2. ο προπονητής
 συνώνυμα:: automobile, autovettura, auto, macchina, carrozza