vettura
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
vettura | vetture |
vettura (it)
- όχημα, ένα αυτοκίνητο, ένα βαγόνι τρένου
- ο προπονητής
- ≈ συνώνυμα:: automobile, autovettura, auto, macchina, carrozza