veuillant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | veuillant | veuillants |
θηλυκό | veuillante | veuillantes |
Μετοχή
[επεξεργασία]veuillant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | veuillant | veuillants |
θηλυκό | veuillante | veuillantes |
veuillant (fr)