viabilité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
viabilité viabilités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

viabilité (fr) θηλυκό