viable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | viable |
συγκριτικός | more viable |
υπερθετικός | most viable |
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
viable (en)
- βιώσιμος
- ↪ a viable solution - βιώσιμη λύση
- ↪ The goal of this fund is to achieve the improved, expanded, and viable use of basic social and economic services.
- Ο στόχος του ταμείου αυτού είναι να επιτύχει τη βελτιωμένη, επεκτεταμένη και βιώσιμη χρήση βασικών κοινωνικών και οικονομικών υπηρεσιών.
- εφικτός, πραγματοποιήσιμος
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- viable < vie
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
viable | viables |
viable (fr)