vicus

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vicus (la) αρσενικό

  1. οδός, δρόμος
  2. συνοικία, τμήμα, περιοχή μιας πόλης
  3. χωριό, κώμη