vinaigre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vinaigre < vin, «κρασί» + aigre, «ξινός»

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vinaigre vinaigres

vinaigre (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]