virgilien

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό virgilien virgiliens
θηλυκό virgilienne virgiliennes

Επίθετο

[επεξεργασία]

virgilien (fr)

  1. σχετικός με τον ποιητή Βιργίλιο
  2. που έχει ένα ύφος που ταιριάζει στον παραπάνω ποιητή