virgin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Virgin

Επίθετο

[επεξεργασία]

virgin (en)

  1. παρθένος
    virgin forest, virgin olive oil - παρθένο δάσος, παρθένο ελαιόλαδο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

virgin (en)

  1. παρθένος, παρθένα



Επίθετο

[επεξεργασία]

virgin (ro)

  1. παρθένος