vitrioler
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]vitrioler < vitriol
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /vi.tʁi.o.le/
Ρήμα
[επεξεργασία]vitrioler (fr) (μεταβατικό)
- (τεχνολογία) προσθέτω θειικό οξύ· εμποτίζω με θειικό οξύ
- πετώ βιτριόλι σε κάποιον