vivant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό vivant vivants
θηλυκό vivante vivantes

vivant (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vivant vivants

vivant (fr) αρσενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • de son vivant, κατά τη διάρκεια της ζωής του/της

Συγγενικά

[επεξεργασία]