voévode

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
voévode voévodes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

voévode (fr) αρσενικό