vocal cord

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
vocal cord vocal cords

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
vocal cord < → δείτε τις λέξεις vocal και cord

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

vocal cord (en)