void

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

void (en) (χωρίς παραθετικά)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
void voids

void (en)

  1. το κενό, που δεν περιέχει τίποτε
    He stumbled and found himself in the void.
    Παραπάτησε και βρέθηκε στο κενό.
  2. το κενό, οτιδήποτε αισθανόμαστε ως έλλειψη, ως απώλεια
    His death left a difficult-to-replace void.
    Ο θάνατός του άφησε ένα δυσαναπλήρωτο κενό.

void (en)