volaille

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

volaille (fr) θηλυκό

  1. τα πουλερικά
  2. (κατ’ επέκταση) το κρέας των πουλερικών
  3. (χυδαίο) ομάδα γυναικών ή κοριτσιών
  4. (αργκό) γυναίκα, κορίτσι

Συγγενικά

[επεξεργασία]