volet

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
volet volets

volet (fr) αρσενικό

  1. το παντζούρι, το παραθυρόφυλλο
  2. το μέρος, το τμήμα