volitivo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- volitivo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | volitivo | volitivoj |
αιτιατική | volitivon | volitivojn |
volitivo (eo)
- (γραμματική) φωνή των ρημάτων της εσπεράντο που εκφράζει τη δική μας υποτακτική, ευκτική και προστακτική