volontariste

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
volontariste < volontarisme

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vɔ.lɔ̃.ta.ʁist/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
volontariste volontaristes

volontariste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. που κηρύσσει τον βολονταρισμό, τη βουλησιαρχία
  2. που διακατέχεται από τη βουλησιαρχία

Συγγενικά

[επεξεργασία]