vomissure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
vomissure vomissures

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vomissure (fr) θηλυκό