voragine

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
voragine < λατινική voràgo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
voragine voragini

voragine (it) θηλυκό

  1. άβυσσος
  2. (μεταφορικά) βάραθρο