wade

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
wade wades

wade (en)

ενεστώτας wade
γ΄ ενικό ενεστώτα wades
αόριστος waded
παθητική μετοχή waded
ενεργητική μετοχή wading

wade (en)

  1. περπατάω μέσα στα νερά με κάποια δυσκολία
  2. (μεταφορικά) προχωράω με δυσκολία

Συγγενικά

[επεξεργασία]