wake
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | wake |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wakes |
αόριστος | woke, waked |
παθητική μετοχή | woken, waked, woke |
ενεργητική μετοχή | waking |
Ρήμα
[επεξεργασία]wake (en)
- (αμετάβατο) (συνήθως με up) ξυπνάω, σηκώνομαι
- (μεταβατικό) (συνήθως με up) ξυπνάω (κάποιον)