wal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Wal

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wal (nl)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]



Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

wal (pl)

  • β' ενικό πρόσωπο προστακτικής του ρήματος του ρήματος walić