want

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
want wants

want (en)

ενεστώτας want
γ΄ ενικό ενεστώτα wants
αόριστος wanted
παθητική μετοχή wanted
ενεργητική μετοχή wanting

want (en)

  1. θέλω
     συνώνυμα: wish
  2. (επίσημο) μου λείπει κάτι
    Your family will want for nothing.
    Δε θα λείψει τίποτα στην οικογένειά σου.