warehouse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
warehouse < ware + house

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
warehouse warehouses

warehouse (en)

ενεστώτας warehouse
γ΄ ενικό ενεστώτα warehouses
αόριστος warehoused
παθητική μετοχή warehoused
ενεργητική μετοχή warehousing

warehouse (en)