warm

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός warm
συγκριτικός warmer
υπερθετικός warmest

warm (en)

  1. ζεστός, ζεσταίνομαι, σε αρκετά υψηλή θερμοκρασία με τρόπο που είναι ευχάριστο, παρά να είναι πολύ ζεστό ή κρύο
    He sat in the garden taking in the warm spring sunshine.
    Καθόταν στον κήπο κι απολάμβανε τη ζέστη ανοιξιάτικη λιακάδα.
    Come close to the fire to get warm.
    Έλα κοντά στη φωτιά να ζεσταθείς.
    The weather started getting warmer.
    Ο καιρός άρχισε να ζεσταίνει.
  2. ζεστός, που με ζεσταίνει στον κρύο καιρό
    warm clothes/shoes - ζεστά ρούχα/παπούτσια
  3. θερμός, ζεστός, που δείχνει ενθουσιασμό, φιλία ή αγάπη
    The two men exchanged a warm handshake with their faces turned towards the cameras.
    Οι δύο άντρες αντάλλασσαν θερμή χειραψία με τα πρόσωπα στραμμένα στις κάμερες.
    Give him my warmest thanks.
    Διαβίβασέ του τις θερμότητες ευχαριστίες μου.
    a warm and friendly environment - ζεστό και φιλικό περιβάλλον
ενεστώτας warm
γ΄ ενικό ενεστώτα warms
αόριστος warmed
παθητική μετοχή warmed
ενεργητική μετοχή warming

warm (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) ζεσταίνω, ζεσταίνομαι
    I’m warming my hands at the fire.
    Ζεσταίνω τα χέρια μου στη φωτιά.
    He blew on his fingers to warm them.
    Φυσούσε τα δάχτυλά του να τα ζεστάνει.
    Come and warm yourself by the fire.
    Έλα κοντά στη φωτιά να ζεσταθείς.
    I warmed up in the sun.
    Ζεστάθηκα στον ήλιο.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

warm (de)

Παράγωγα

[επεξεργασία]