way

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
way ways

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

way (en)

  1. ο τρόπος, η μέθοδος
    the way she speaks - ο τρόπος που μιλάει
    in the same way - με τον ίδιο τρόπο
    in this way - μ' αυτό/κατ' αυτό τον τρόπο
    in a way that cannot be expressed in words - κατά τρόπο που δεν μπορεί να εκφραστεί με λόγια
    the American way of life - ο αμερικανικός τρόπος ζωής
    We will find a way to do it.
    Θα βρούμε τρόπο να το κάνουμε.
    Do it your own way/in whatever way you like.
    Κάνε το με το δικό σου τρόπο/μ' όποιον τρόπο σου αρέσει.
    The way that I see things…
    Με τον τρόπο που βλέπω εγώ τα πράγματα…
    There’s no way of knowing.
    Δεν υπάρχει τρόπος να μάθουμε.
    I don’t like his ways of doing business.
    Δεν μου αρέσουν οι μέθοδοί του στο εμπόριο.
    We must find a way of getting rich quick.
    Πρέπει να βρούμε μια μέθοδο γρήγορου πλουτισμού.
    The way we are going, there will be nothing left for us.
    Έτσι όπως πάμε δε θα μας μείνει τίποτα.
    in every way - από κάθε άποψη
  2. ο τρόπος, ο χαρακτήρας, ένας ιδιαίτερος τρόπος συμπεριφοράς
    I don’t like the way he drinks/speaks/looks at me/behaves.
    Δεν μου αρέσει ο τρόπος που πίνει/μιλάει/με κοιτάζει/φέρεται.
    It’s not his way to be helpful.
    Δεν το 'χει ο χαρακτήρας του να είναι εξυπηρετικός.
  3. (μόνο πληθυντικός) οι συνήθειες, ο τυπικός τρόπος συμπεριφοράς και διαβίωσης μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων
    the English ways - οι αγγλικές συνήθειες
  4. (συνήθως ενικός) ο δρόμος, μια διαδρομή ή οδός που ακολουθώ για να φτάσω σε ένα μέρος
    What is the right/best/quickest/shortest way to the station?
    Ποιος είναι ο σωστός/καλύτερος/γρηγορότερος/συντομότερος δρόμος για το σταθμό;
    I will ask the way to the store.
    Θα ρωτήσω το δρόμο για/προς το κατάστημα.
    I found/lost my way.
    Βρήκα/έχασα το δρόμο μου.
    He went out of his way.
    Βγήκε από το δρόμο του.
  5. (συνήθως ενικός) ο δρόμος κατά μήκος του οποίου κάποιος ή κάτι κινείται· ο δρόμος που θα ακολουθούσε κάποιος ή κάτι αν δεν τον σταματούσε τίποτα
    Drop it in the mail on your way.
    Ρίξτε το στο ταχυδρομείο στο δρόμο σου.
  6. ο δρόμος, η κατεύθυνση
  7. (συνήθως ενικός) ένα μέσο για να μπω ή να βγω από ένα μέρος, όπως μια πόρτα ή μια πύλη
    the way in - η είσοδος
    It’s the only way in to the old castle.
    Είναι η μόνη είσοδος στο παλιό κάστρο.
    the way out - η έξοδος
    On my way out of the station…
    Κατά την έξοδό μου από το σταθμό…
    the way up - η άνοδος
    Use the elevator only on the way up.
    Χρησιμοποιείτε το ασανσέρ μόνο για την άνοδο.
    the way down - η κάθοδος
    We lost our supplies on the way down.
    Χάσαμε τα εφόδιά μας κατά την κάθοδο.

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]