weightlifting

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
weightlifting < weight + lifting

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

weightlifting (en) (μη μετρήσιμο)

  • (αθλητισμός) η άρση βαρών
    Weightlifting is one of the greatest skills-based athletic activities that one can do.
    Η άρση βαρών είναι μία από τις υψηλότερες αθλητικές δραστηριότητες βασισμένες σε δεξιότητες που μπορεί να κάνει κανείς.