wheel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
wheel | wheels |
wheel (en)
- τροχός, ρόδα οχήματος
- ( με το άρθρο the) το τιμόνι αυτοκινήτου
- τιμόνι πλοίου
- τροχός (όργανο βασανιστηρίου)
- ανέμη
Παράγωγα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]wheel (en)
ενεστώτας | wheel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | wheels |
αόριστος | wheeled |
παθητική μετοχή | wheeled |
ενεργητική μετοχή | wheeling |