whole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | whole |
συγκριτικός | wholer / more whole |
υπερθετικός | wholest / most whole |
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
whole (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) όλος, ολόκληρος
- ↪ I have never felt better in my whole life.
- Δεν έχω νιώσει ποτέ καλύτερα σε όλη μου τη ζωή.
- ↪ The whole project will be finished in two years.
- Το όλο έργο θα τελειώσει σε δύο χρόνια.
- ↪ The child wants peace for the whole world.
- Το παιδί θέλει ειρήνη για ολόκληρο τον κόσμο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη entire
- ↪ I have never felt better in my whole life.