wicker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wicker (en)

  1. η ψάθα (το υλικό)
  2. ψάθινο αντικείμενο, πχ καλάθι, καρέκλα ή έπιπλο (πλεγμένα κλαδιά ιτιάς)
     συνώνυμα: wickerwork, wicker-work

Επίθετο

[επεξεργασία]

wicker (en)