wierzchołek

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική wierzchołek wierzchołki
γενική wierzchołku wierzchołków
δοτική wierzchołkowi wierzchołkom
αιτιατική wierzchołek wierzchołki
οργανική wierzchołkiem wierzchołkami
τοπική wierzchołku wierzchołkach
κλητική wierzchołku wierzchołki

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wierzchołek (pl) αρσενικό