wilczyca

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

wilczyca < wilk

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

wilczyca (pl) θηλυκό

  1. η λύκαινα
    • θηλυκός λύκος
    • θηλυκό λυκόσκυλο