willing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός willing
συγκριτικός more willing
υπερθετικός most willing

willing (en)

  • πρόθυμος, που έχει τη θέληση να κάνει κάτι
    a willing worker - πρόθυμος εργάτης
    I am willing to meet you halfway.
    Είμαι πρόθυμος να συμβιβαστώ μαζί σου.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

willing (en)